- ἐπεκύρσαμεν
- ἐπεκύ̱ρσαμεν , ἐπικύρωlight uponaor ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικύρω — ἐπικύρω (Α) 1. συναντώ τυχαία 2. μού τυχαίνει κάτι («μεγάλας ἀγαθᾱς τε... βιοτᾱς ἐπεκύρσαμεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κύρω «συναντώ»] … Dictionary of Greek